- ὀνόχειλος
- ὀνόχειλοςCretan buglossfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ονόχειλος — ὀνόχειλος, ἡ (ΑΜ) το φυτό ονοχειλές*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + χεῖλος] … Dictionary of Greek
ὀνοχείλου — ὀνόχειλος Cretan bugloss fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοχείλους — ὀνόχειλος Cretan bugloss fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνόχειλον — ὀνόχειλος Cretan bugloss fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)